μπανκαλόου

μπανκαλόου
το
άκλ. βλ. μπανγκαλόου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μπανγκαλόου — και μπανκαλόου, το άκλ. μικρή μονώροφη κατοικία που περιβάλλεται από βεράντες και συνήθως κτίζεται σε κατασκηνώσεις ή θέρετρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. bungalow < ινδ. banglā] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”